Πληθωριστικός στα γερμανικά
Μετάφραση: πληθωριστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inflationär, Inflations, inflationären, inflationäre, der Inflations
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πληθωριστικός
πληθωριστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, πληθωριστικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πληγώνω στα γερμανικά - schmerzen, verletzt, verletzen, schaden, verletzung, zuleide, weh, ...
- πληθυσμός στα γερμανικά - grundgesamtheit, bevölkerung, population, fortpflanzungsgemeinschaft, Bevölkerung, Population, Bevölkerungs, ...
- πληθώρα στα γερμανικά - orgie, witz, randalieren, volksaufruhr, aufstand, blütenscheide, ausschweifung, ...
- πληκτικός στα γερμανικά - dumm, stumpf, stumpfsinnig, ermüdend, blödsinnig, gedämpft, schwerfällig, ...
Τυχαίες λέξεις
Πληθωριστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: inflationär, Inflations, inflationären, inflationäre, der Inflations
Μεταφράσεις: inflationär, Inflations, inflationären, inflationäre, der Inflations