Πληθωριστικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: πληθωριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
inflációs, az inflációs, infláció
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πληθωριστικός
πληθωριστικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πληθωριστικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πληγώνω στα ουγγρικά - bántódás, tönkretesz
- πληθυσμός στα ουγγρικά - népesség, lakosság, populáció, lakosságának, lakossága
- πληθώρα στα ουγγρικά - csendháborítás, lázongás, bővérűség, rengeteg, nagyszámú, számtalan, özönét
- πληκτικός στα ουγγρικά - tompa, érdektelen, unalmas, érdektelenek, érdektelennek
Τυχαίες λέξεις
Πληθωριστικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: inflációs, az inflációs, infláció
Μεταφράσεις: inflációs, az inflációs, infláció