Πολλαπλασιάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умножавам, размножават, се размножават, умножи, умножете
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πολλαπλασιάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πολιτιστικός στα βουλγαρικά - културен, културно, културното, културна, културния
- πολλά στα βουλγαρικά - много, доста, много по, множество
- πολλαπλασιασμός στα βουλγαρικά - умножение, размножаване, умножаване, мултиплициране, размножаването
- πολλαπλός στα βουλγαρικά - многократен, кратен, множествена, многократно, множествен
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: умножавам, размножават, се размножават, умножи, умножете
Μεταφράσεις: умножавам, размножават, се размножават, умножи, умножете