Πολλαπλασιάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збільшується, помножити, примножити
Πολλαπλασιάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω

πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πολλαπλασιάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πολιτιστικός στα ουκρανικά - культурний, культурна, культурне
  • πολλά στα ουκρανικά - багатство, багато
  • πολλαπλασιασμός στα ουκρανικά - розмножений, множення, примноження
  • πολλαπλός στα ουκρανικά - декларації, багаторазовий, багатократний
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: збільшується, помножити, примножити