Πολλαπλασιάζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
памножыць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πολλαπλασιάζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- πολιτιστικός στα λευκορωσικά - культурны
- πολλά στα λευκορωσικά - досьщь, шмат, многа
- πολλαπλασιασμός στα λευκορωσικά - множанне, памнажэнне, множаньне, прымнажэнне
- πολλαπλός στα λευκορωσικά - шматразовы, многократный, шматкратны, шматразовая, шматразовае
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: памножыць
Μεταφράσεις: памножыць