Πολλαπλασιάζω στα εσθονικά
Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paljundama, korrutama, paljunema, korrutada, paljuneda, korrutab
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, πολλαπλασιάζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- πολιτιστικός στα εσθονικά - kultuuriline, kultuurilise, kultuuri-, kultuuri, kultuurilist
- πολλά στα εσθονικά - rikkalik, rikkalikult, palju, on palju, paljud
- πολλαπλασιασμός στα εσθονικά - mitmekordistamine, paljundamine, korrutamine, paljunemist, paljunemise, kordistamise, korrutamist
- πολλαπλός στα εσθονικά - mitmekesisus, arvukas, mannitool, kollektor, mitmekordne, kviitungiraamat, mitu, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: paljundama, korrutama, paljunema, korrutada, paljuneda, korrutab
Μεταφράσεις: paljundama, korrutama, paljunema, korrutada, paljuneda, korrutab