Πολλαπλασιάζω στα πολωνικά
Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwielokrotnić, zwielokrotniać, uwielokrotniać, pomnażać, rozmnażać, pomnożyć, mnożyć, przyrastać, przemnożyć, rozradzać, pienić
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, πολλαπλασιάζω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- πολιτιστικός στα πολωνικά - kulturalny, kulturowy, kulturowe, kulturalne, kulturowego
- πολλά στα πολωνικά - obfitość, bardzo, dużo, mnóstwo, multum, wiele, o wiele, ...
- πολλαπλασιασμός στα πολωνικά - powielanie, rozmnażanie, multiplikacja, mnożenie, mnożenia, namnażanie, pomnożenie
- πολλαπλός στα πολωνικά - wieloprocesorowy, wielotorowy, różnorodny, rozmaity, rozliczny, hektografować, powielić, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zwielokrotnić, zwielokrotniać, uwielokrotniać, pomnażać, rozmnażać, pomnożyć, mnożyć, przyrastać, przemnożyć, rozradzać, pienić
Μεταφράσεις: zwielokrotnić, zwielokrotniać, uwielokrotniać, pomnażać, rozmnażać, pomnożyć, mnożyć, przyrastać, przemnożyć, rozradzać, pienić