Πολλαπλασιάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
moltiplicare, moltiplicarsi, si moltiplicano, moltiplicare le, moltiplicatevi
Πολλαπλασιάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω

πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, πολλαπλασιάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πολιτιστικός στα ιταλικά - culturale, culturali, cultura
  • πολλά στα ιταλικά - sovrabbondanza, dovizia, abbondanza, pienezza, tanto, un sacco, molto, ...
  • πολλαπλασιασμός στα ιταλικά - moltiplicazione, di moltiplicazione, la moltiplicazione, moltiplicarsi, moltiplicazioni
  • πολλαπλός στα ιταλικά - ciclostilare, multiplo, vario, molteplice, multipli, multipla, più, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: moltiplicare, moltiplicarsi, si moltiplicano, moltiplicare le, moltiplicatevi