Πολλαπλασιάζω στα δανικά

Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
multiplicere, formere, formere sig, multipliceres, mangedoble
Πολλαπλασιάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω

πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, πολλαπλασιάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πολιτιστικός στα δανικά - kulturel, kulturelle, kulturelt, den kulturelle, kultur
  • πολλά στα δανικά - en masse, meget, mange, masser, megen
  • πολλαπλασιασμός στα δανικά - multiplikation, formering, opformering, mangedobling, multiplikationen
  • πολλαπλός στα δανικά - multiple, flere, multipel, multiplum, dissemineret
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: multiplicere, formere, formere sig, multipliceres, mangedoble