Πολλαπλασιάζω στα τούρκικα

Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çarpmak, çarpın, çarpma, çoğalmaya, çoğalırlar
Πολλαπλασιάζω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω

πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πολλαπλασιάζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πολιτιστικός στα τούρκικα - medeni, kültürel, kültür
  • πολλά στα τούρκικα - bolluk, çok, bir sürü, bir çok, birçok, bir yeri
  • πολλαπλασιασμός στα τούρκικα - çarpma, çarpım, çarpımı, çoğalması, çoğalma
  • πολλαπλός στα τούρκικα - çoklu, birden fazla, birden, birden çok, birçok
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çarpmak, çarpın, çarpma, çoğalmaya, çoğalırlar