Προκύπτω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възниквам, натрупвате, натрупват, натрупате, трупате, начислява
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκύπτω
προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά, προκύπτω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προκύπτω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προκυμαία στα βουλγαρικά - брегова линия, първа линия, брегова, брега, крайбрежната
- προκόβω στα βουλγαρικά - процъфтява, процъфтяват, цъфти, цъфтят, се развиват
- προλέγω στα βουλγαρικά - предусещам, предсказвам, предсказват, гадае, да предсказва
- προλαβαίνω στα βουλγαρικά - предотвратявам, изпреварвам, предотврати, предотвратят, се предотврати
Τυχαίες λέξεις
Προκύπτω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: възниквам, натрупвате, натрупват, натрупате, трупате, начислява
Μεταφράσεις: възниквам, натрупвате, натрупват, натрупате, трупате, начислява