Προκύπτω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: προκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нарастаць, ўзрастаць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκύπτω
προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά, προκύπτω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, προκύπτω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- προκυμαία στα λευκορωσικά - бераг, берег
- προκόβω στα λευκορωσικά - квітнець
- προλέγω στα λευκορωσικά - прадказваць, прагназаваць
- προλαβαίνω στα λευκορωσικά - папярэджваць
Τυχαίες λέξεις
Προκύπτω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: нарастаць, ўзрастаць
Μεταφράσεις: нарастаць, ўзрастаць