Προκύπτω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nascer, aflorar, levantar, advir, resultar, acumular, acumulam, acumulará
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκύπτω
προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά, προκύπτω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προκύπτω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προκυμαία στα πορτογαλικά - waterfront, orla, orla marítima, Frente ao mar
- προκόβω στα πορτογαλικά - florescer, flourish, prosperar, florescem, floresça
- προλέγω στα πορτογαλικά - predeterminar, prefixar, predizer, prever, predizem, foretell, hadas
- προλαβαίνω στα πορτογαλικά - evitar, precaver, prevalecer, prevenir, antecipar, impedir, prevenir a
Τυχαίες λέξεις
Προκύπτω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nascer, aflorar, levantar, advir, resultar, acumular, acumulam, acumulará
Μεταφράσεις: nascer, aflorar, levantar, advir, resultar, acumular, acumulam, acumulará