Προκύπτω στα σλοβενικά
Μετάφραση: προκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vznikat, nabirali, pripadejo, pripada, nastajali, nastanejo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκύπτω
προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά, προκύπτω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, προκύπτω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- προκυμαία στα σλοβενικά - riva, waterfront, obalo, obala, ob obali
- προκόβω στα σλοβενικά - razcvet, zaživela, uspevati, uspevajo, cveti
- προλέγω στα σλοβενικά - Proreći, napovedujejo, napovedati, napove
- προλαβαίνω στα σλοβενικά - bránit, preprečiti, preprečitev, preprečijo, preprečila, preprečimo
Τυχαίες λέξεις
Προκύπτω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: vznikat, nabirali, pripadejo, pripada, nastajali, nastanejo
Μεταφράσεις: vznikat, nabirali, pripadejo, pripada, nastajali, nastanejo