Προκύπτω στα δανικά

Μετάφραση: προκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilfalde, tilfalder, påløber, tilflyde
Προκύπτω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκύπτω

προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά, προκύπτω λεξικό γλώσσας δανικά, προκύπτω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προκυμαία στα δανικά - havnefronten, vandet, ved vandet, havnefront, waterfront
  • προκόβω στα δανικά - blomstre, trives, at blomstre
  • προλέγω στα δανικά - forudsige, forudsiger, spå, varsle
  • προλαβαίνω στα δανικά - hindre, forhindre, forkøbet, forebygge, undgå, foregribe
Τυχαίες λέξεις
Προκύπτω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilfalde, tilfalder, påløber, tilflyde