Προκύπτω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: προκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
таложи, натрупа, се таложи, акумулираат, се акумулираат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκύπτω
προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά, προκύπτω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, προκύπτω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- προκυμαία στα σλαβομακεδονικά - водата, брегот, водата се, брег, водата на
- προκόβω στα σλαβομακεδονικά - процветаат, се развива, развива, цвета, цветаат
- προλέγω στα σλαβομακεδονικά - претскажуваат, предвести, да претскажуваат, навестува, предвидат
- προλαβαίνω στα σλαβομακεδονικά - сопирање, спречи, сопирање на, се спречи, спречат
Τυχαίες λέξεις
Προκύπτω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: таложи, натрупа, се таложи, акумулираат, се акумулираат
Μεταφράσεις: таложи, натрупа, се таложи, акумулираат, се акумулираат