Προκύπτω στα ιταλικά
Μετάφραση: προκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conseguire, sorgere, maturare, accumulare, matureranno, maturerà, derivare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκύπτω
προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά, προκύπτω λεξικό γλώσσας ιταλικά, προκύπτω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- προκυμαία στα ιταλικά - waterfront, lungomare, riva, sulla riva, mare
- προκόβω στα ιταλικά - fiorire, prosperare, svilupparsi, fiorirà, fioritura
- προλέγω στα ιταλικά - vaticinare, predire, prevedere, presagire, di predire, predire il
- προλαβαίνω στα ιταλικά - impedire, prevenire, anticipare, di prevenire, prevenire la
Τυχαίες λέξεις
Προκύπτω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: conseguire, sorgere, maturare, accumulare, matureranno, maturerà, derivare
Μεταφράσεις: conseguire, sorgere, maturare, accumulare, matureranno, maturerà, derivare