Προκύπτω στα γερμανικά
Μετάφραση: προκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufkommen, erwachsen, anfallen, zufließen, zugute, auflaufen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκύπτω
προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά, προκύπτω λεξικό γλώσσας γερμανικά, προκύπτω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- προκυμαία στα γερμανικά - hafengebiet, ufer, Strand, Wasser, am Wasser, Waterfront, Ufer
- προκόβω στα γερμανικά - blühen, gedeihen, florieren, aufblühen, flourish
- προλέγω στα γερμανικά - vorhersagen, voraussagen, vorauszusagen
- προλαβαίνω στα γερμανικά - verhindern, vorbeugen, verhindert, hindern, zuvorkommen, zuvorzukommen, zuvor
Τυχαίες λέξεις
Προκύπτω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: aufkommen, erwachsen, anfallen, zufließen, zugute, auflaufen
Μεταφράσεις: aufkommen, erwachsen, anfallen, zufließen, zugute, auflaufen