Προκύπτω στα ολλανδικά
Μετάφραση: προκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontstaan, aangroeien, toenemen, oplopen, toekomen, bouwt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκύπτω
προκύπτουν συνώνυμο, προκύπτω γαλλικά, προκύπτω μεταφραση, προκύπτω english, προκύπτω στα αγγλικά, προκύπτω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προκύπτω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- προκυμαία στα ολλανδικά - waterkant, waterfront, water, waterkant van, het water
- προκόβω στα ολλανδικά - bloeien, gedijen, bloei, floreren, bloeit
- προλέγω στα ολλανδικά - voorzeggen, voorspellen, te voorspellen, waarzeggen, voorspel
- προλαβαίνω στα ολλανδικά - verhoeden, beletten, voorkomen, verhinderen, te voorkomen
Τυχαίες λέξεις
Προκύπτω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontstaan, aangroeien, toenemen, oplopen, toekomen, bouwt
Μεταφράσεις: ontstaan, aangroeien, toenemen, oplopen, toekomen, bouwt