Τονίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τονίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стрес, давление, стреса, напрежение, на стреса, на стрес
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τονίζω
τονίζω συνώνυμα, τονίζω in english, τονίζω τις λέξεις, τονίζω translation, τονίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τονίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τομή στα βουλγαρικά - секция, раздел, вписванията за, част, вписванията за град
- τον στα βουλγαρικά - еня, на, за, в, от, по
- τονωτικός στα βουλγαρικά - тоник, тонизиращо, тонично, тоник за
- τοξικός στα βουλγαρικά - токсичен, токсични, токсично, токсична, токсичните
Τυχαίες λέξεις
Τονίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: стрес, давление, стреса, напрежение, на стреса, на стрес
Μεταφράσεις: стрес, давление, стреса, напрежение, на стреса, на стрес