Τονίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: τονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accentuare, sottolineare, pressione, stress, lo stress, sforzo, di stress, sollecitazione
Τονίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τονίζω

τονίζω συνώνυμα, τονίζω in english, τονίζω τις λέξεις, τονίζω translation, τονίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, τονίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • τομή στα ιταλικά - compartimento, scompartimento, dipartimento, tratto, sezione, divisione, segmento, ...
  • τον στα ιταλικά - il, la, del, della
  • τονωτικός στα ιταλικά - tonico, tonica, tonic, tonificante, ricostituente
  • τοξικός στα ιταλικά - tossico, tossici, tossica, tossiche, tossicità
Τυχαίες λέξεις
Τονίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: accentuare, sottolineare, pressione, stress, lo stress, sforzo, di stress, sollecitazione