Τονίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: τονίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påfrestning, stress, accent, tryck, betona, spänning, stressen, spännings, belastning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τονίζω
τονίζω συνώνυμα, τονίζω in english, τονίζω τις λέξεις, τονίζω translation, τονίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, τονίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- τομή στα σουηδικά - avdelning, sektion, sektionen, avsnitt, avsnittet
- τον στα σουηδικά - den, det, i, av, på
- τονωτικός στα σουηδικά - tonic, toniska, tonisk, stärkande, aliserade tonisk
- τοξικός στα σουηδικά - toxisk, toxiska, giftigt, giftiga, giftig
Τυχαίες λέξεις
Τονίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: påfrestning, stress, accent, tryck, betona, spänning, stressen, spännings, belastning
Μεταφράσεις: påfrestning, stress, accent, tryck, betona, spänning, stressen, spännings, belastning