Τονίζω στα δανικά
Μετάφραση: τονίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tryk, betoning, stress, belastning, understrege, spænding
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τονίζω
τονίζω συνώνυμα, τονίζω in english, τονίζω τις λέξεις, τονίζω translation, τονίζω λεξικό γλώσσας δανικά, τονίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- τομή στα δανικά - afdeling, deling, division, ministerium, departement, sektion, afsnit, ...
- τον στα δανικά - ham, den, det, af, de, i
- τονωτικός στα δανικά - tonic, tonisk, styrkende, toniske, tonika
- τοξικός στα δανικά - giftig, giftige, giftigt, toksisk, toksiske
Τυχαίες λέξεις
Τονίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tryk, betoning, stress, belastning, understrege, spænding
Μεταφράσεις: tryk, betoning, stress, belastning, understrege, spænding