Τονίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: τονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spanning, benadrukken, accentueren, beklemtonen, klemtoon, nadruk, belasting
Τονίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τονίζω

τονίζω συνώνυμα, τονίζω in english, τονίζω τις λέξεις, τονίζω translation, τονίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τονίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τομή στα ολλανδικά - divisie, tak, baanvak, branche, afdeling, vak, verdeling, ...
  • τον στα ολλανδικά - hem, hij, de, het, van de
  • τονωτικός στα ολλανδικά - tonic, tonisch, tonicum, tonische, tonica
  • τοξικός στα ολλανδικά - vergiftig, giftig, giftige, toxische, toxisch
Τυχαίες λέξεις
Τονίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spanning, benadrukken, accentueren, beklemtonen, klemtoon, nadruk, belasting