Τσιμέντο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τσιμέντο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цимент, циментова, на цимент, цимента, циментов
Τσιμέντο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιμέντο

τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο άμμος αναλογία, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο και σκυρόδεμα, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τσιμέντο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκούνης στα βουλγαρικά - оскъден, скъпернически, стиснат, стиснати, пестете
  • τσιλιαδόρος στα βουλγαρικά - наблюдение, Lookout, оглеждане, Място с изглед, наблюдателната, нащрек
  • τσιμπίδα στα βουλγαρικά - белезници, клещи, Щипци, клещите, малки клещи
  • τσιμπιδάκι στα βουλγαρικά - hairgrip
Τυχαίες λέξεις
Τσιμέντο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: цимент, циментова, на цимент, цимента, циментов