Τσιμέντο στα πολωνικά

Μετάφραση: τσιμέντο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cementować, cement, spajać, utwierdzać, umacniać, cementowy, cementu, cementowo, cementowe
Τσιμέντο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιμέντο

τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο άμμος αναλογία, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο και σκυρόδεμα, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο λεξικό γλώσσας πολωνικά, τσιμέντο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκούνης στα πολωνικά - drański, oznaczać, sknera, gałgański, zamierzać, chudy, skąpy, ...
  • τσιλιαδόρος στα πολωνικά - czujność, perspektywa, obserwator, straż, ambona, widok, widokowa, ...
  • τσιμπίδα στα πολωνικά - obcęgi, kleszcze, cęgi, obcążki, szczypce, nippers, szczypce do, ...
  • τσιμπιδάκι στα πολωνικά - szpilka, hairgrip
Τυχαίες λέξεις
Τσιμέντο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: cementować, cement, spajać, utwierdzać, umacniać, cementowy, cementu, cementowo, cementowe