Τσιμέντο στα τσεχικά
Μετάφραση: τσιμέντο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pojit, stmelit, tmelit, tmel, cementovat, zacementovat, nauhličovat, cement, cementu, cementové, cementárna, cementová
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιμέντο
τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο άμμος αναλογία, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο και σκυρόδεμα, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο λεξικό γλώσσας τσεχικά, τσιμέντο στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- τσιγκούνης στα τσεχικά - střední, průměr, špinavý, nízký, střed, normál, mrzký, ...
- τσιλιαδόρος στα τσεχικά - vyhlídka, výhled, stráž, perspektiva, hlídání, rozhledna, vyhlídková, ...
- τσιμπίδα στα τσεχικά - kleštičky, kleště, skřipec, Kleštíčky, rošťáci, štípací kleště
- τσιμπιδάκι στα τσεχικά - vlásenka, spon do vlasů
Τυχαίες λέξεις
Τσιμέντο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: pojit, stmelit, tmelit, tmel, cementovat, zacementovat, nauhličovat, cement, cementu, cementové, cementárna, cementová
Μεταφράσεις: pojit, stmelit, tmelit, tmel, cementovat, zacementovat, nauhličovat, cement, cementu, cementové, cementárna, cementová