Τσιμέντο στα σουηδικά

Μετάφραση: τσιμέντο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cement, cementen, cement-
Τσιμέντο στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιμέντο

τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο άμμος αναλογία, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο και σκυρόδεμα, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο λεξικό γλώσσας σουηδικά, τσιμέντο στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκούνης στα σουηδικά - betyda, nedrig, snål, elak, snåla, snålt
  • τσιλιαδόρος στα σουηδικά - syn, utsikt, utkik, Lookout, jakt, utsikts, vakt
  • τσιμπίδα στα σουηδικά - avbitartång, nippers, avbitare, tänger
  • τσιμπιδάκι στα σουηδικά - hårnål, hairgrip
Τυχαίες λέξεις
Τσιμέντο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: cement, cementen, cement-