Τσιμέντο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: τσιμέντο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цэмент, цемент, цэменту
Τσιμέντο στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιμέντο

τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο άμμος αναλογία, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο και σκυρόδεμα, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, τσιμέντο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκούνης στα λευκορωσικά - чуць, скупы, скупой, скупое, сквапны, скупога
  • τσιλιαδόρος στα λευκορωσικά - выглядваць, выглядаць, сачыць за, сачыць, адсочваць
  • τσιμπίδα στα λευκορωσικά - кусачкі
  • τσιμπιδάκι στα λευκορωσικά - заколка, заколкі
Τυχαίες λέξεις
Τσιμέντο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: цэмент, цемент, цэменту