Τσιμέντο στα δανικά
Μετάφραση: τσιμέντο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
cement, cementen, cement-, af cement
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιμέντο
τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο άμμος αναλογία, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο και σκυρόδεμα, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο λεξικό γλώσσας δανικά, τσιμέντο στα δανικά
Μεταφράσεις
- τσιγκούνης στα δανικά - betyde, tynd, mene, gennemsnitlig, mager, nærig, nærige, ...
- τσιλιαδόρος στα δανικά - vagtpost, lookout, udkig, jagt, udsigtspunkt
- τσιμπίδα στα δανικά - tang, Nippers, en tang, forbidetænger
- τσιμπιδάκι στα δανικά - hairgrip
Τυχαίες λέξεις
Τσιμέντο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: cement, cementen, cement-, af cement
Μεταφράσεις: cement, cementen, cement-, af cement