Υπάλληλος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: υπάλληλος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чиновник, служител, служителите, на служителите, служител на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάλληλος
υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος logistics, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υπάλληλος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- υπάγω στα βουλγαρικά - отивам, ходя, отидете, проверете, отида
- υπάκουος στα βουλγαρικά - послушен, покорен, послушни, покорни, покорна
- υπάρχοντα στα βουλγαρικά - принадлежности, лични вещи, вещи, вещите
- υπάρχω στα βουλγαρικά - съществувам, съществува, съществуват, да съществува, да съществуват
Τυχαίες λέξεις
Υπάλληλος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: чиновник, служител, служителите, на служителите, служител на
Μεταφράσεις: чиновник, служител, служителите, на служителите, служител на