Υπάλληλος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: υπάλληλος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вработен, вработениот, вработените, работник, работникот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάλληλος
υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος logistics, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, υπάλληλος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- υπάγω στα σλαβομακεδονικά - оди, одат, одите, одам, одиме
- υπάκουος στα σλαβομακεδονικά - послушни, послушен, послушна, послушните, покорни
- υπάρχοντα στα σλαβομακεδονικά - предмети, лични предмети, лични, багаж
- υπάρχω στα σλαβομακεδονικά - постојат, постои, да постои, да постојат
Τυχαίες λέξεις
Υπάλληλος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вработен, вработениот, вработените, работник, работникот
Μεταφράσεις: вработен, вработениот, вработените, работник, работникот