Υπάλληλος στα ουκρανικά

Μετάφραση: υπάλληλος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
службовець, чиновник, урядовець, клерк, співробітник, працівник, сотрудник, співробітника
Υπάλληλος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάλληλος

υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος logistics, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υπάλληλος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • υπάγω στα ουκρανικά - класовий, категорія, якість, класифікувати, клас, йти, іти
  • υπάκουος στα ουκρανικά - слухняний, покірний, слухняна
  • υπάρχοντα στα ουκρανικά - речі, майно, приладдя, речей
  • υπάρχω στα ουκρανικά - знаходитися, бути, жити, мешкати, існувати, містити, годуватися, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπάλληλος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: службовець, чиновник, урядовець, клерк, співробітник, працівник, сотрудник, співробітника