Υπάλληλος στα εσθονικά

Μετάφραση: υπάλληλος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ametnik, müüja, töötaja, töötajate, töötajale, töövõtja, töötajal
Υπάλληλος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάλληλος

υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος logistics, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος λεξικό γλώσσας εσθονικά, υπάλληλος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • υπάγω στα εσθονικά - klass, tund, minema, minna, Otsi, lähe, lähevad
  • υπάκουος στα εσθονικά - sõnakuulelik, kuulekas, kuulekad, sõnakuulelikud, sõnakuulelikuks
  • υπάρχοντα στα εσθονικά - varanatuke, asjad, asjade, asju, esemete, esemed
  • υπάρχω στα εσθονικά - eksisteerima, olemas, on olemas, eksisteeri, eksisteerivad
Τυχαίες λέξεις
Υπάλληλος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ametnik, müüja, töötaja, töötajate, töötajale, töövõtja, töötajal