Υπάλληλος στα τσεχικά

Μετάφραση: υπάλληλος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
učenec, úředník, kancelista, písař, kostelník, klerik, zaměstnanec, zaměstnancem, zaměstnanců, zaměstnance, pracovník
Υπάλληλος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάλληλος

υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος logistics, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος λεξικό γλώσσας τσεχικά, υπάλληλος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • υπάγω στα τσεχικά - přednáška, lekce, hodina, vyučování, kurs, třída, kategorie, ...
  • υπάκουος στα τσεχικά - poslušný, poslušní, poslušná, poslušné, poslušni
  • υπάρχοντα στα τσεχικά - majetek, věci, příslušenství, zavazadla, osobní věci
  • υπάρχω στα τσεχικά - živit, být, žít, existovat, trvat, vydržovat, vyživovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπάλληλος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: učenec, úředník, kancelista, písař, kostelník, klerik, zaměstnanec, zaměstnancem, zaměstnanců, zaměstnance, pracovník