Υπάλληλος στα ισλανδικά
Μετάφραση: υπάλληλος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
starfsmaður, starfsmanni, starfsmanns, starfsmanna, starfsmaÃ
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάλληλος
υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος logistics, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπάλληλος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υπάγω στα ισλανδικά - flokka, bekkur, fara, að fara, farið, ferð, fara í
- υπάκουος στα ισλανδικά - hlýðinn, hlýðni, hlýðnir, hlýða, hlýðin
- υπάρχοντα στα ισλανδικά - dót, eigur, eigum, eignum
- υπάρχω στα ισλανδικά - til, eru, hendi, fyrir hendi, vera
Τυχαίες λέξεις
Υπάλληλος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: starfsmaður, starfsmanni, starfsmanns, starfsmanna, starfsmaÃ
Μεταφράσεις: starfsmaður, starfsmanni, starfsmanns, starfsmanna, starfsmaÃ