Υπάλληλος στα ολλανδικά

Μετάφραση: υπάλληλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kantoorbediende, bediende, werknemer, medewerker, werknemers, medewerkers, gebruiker
Υπάλληλος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάλληλος

υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος logistics, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπάλληλος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπάγω στα ολλανδικά - stand, classificeren, categorie, indelen, klasse, klas, gaan, ...
  • υπάκουος στα ολλανδικά - volgzaam, gedwee, gewillig, gehoorzaam, mak, tam, willig, ...
  • υπάρχοντα στα ολλανδικά - toebehoren, eigendom, bezittingen, spullen, eigendommen
  • υπάρχω στα ολλανδικά - bestaan, bestaat, aanwezig, er, bestaande
Τυχαίες λέξεις
Υπάλληλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kantoorbediende, bediende, werknemer, medewerker, werknemers, medewerkers, gebruiker