Υπάλληλος στα δανικά

Μετάφραση: υπάλληλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontorist, medarbejder, ansat, ansat hos, medarbejderen, ansatte
Υπάλληλος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάλληλος

υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος logistics, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος λεξικό γλώσσας δανικά, υπάλληλος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υπάγω στα δανικά - klasse, gå, går, at gå, tage, go
  • υπάκουος στα δανικά - lydig, lydige, lydigt, lydighed, lydige mod
  • υπάρχοντα στα δανικά - egenskab, ejendom, ejendele
  • υπάρχω στα δανικά - eksistere, findes, eksisterer, der findes, foreligger
Τυχαίες λέξεις
Υπάλληλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kontorist, medarbejder, ansat, ansat hos, medarbejderen, ansatte