Υπάλληλος στα ιταλικά
Μετάφραση: υπάλληλος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impiegato, funzionario, dipendente, dipendenti, lavoratore, dei dipendenti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάλληλος
υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος δήμου θήρας, υπάλληλος logistics, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος λεξικό γλώσσας ιταλικά, υπάλληλος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- υπάγω στα ιταλικά - categoria, corso, classe, ceto, andare, vai, passare, ...
- υπάκουος στα ιταλικά - ubbidiente, docile, obbediente, obbedienti, ubbidienti, obedient
- υπάρχοντα στα ιταλικά - possesso, effetti personali, roba, effetti, cose, oggetti
- υπάρχω στα ιταλικά - esistere, sussistere, esiste, esistono, esistenza
Τυχαίες λέξεις
Υπάλληλος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: impiegato, funzionario, dipendente, dipendenti, lavoratore, dei dipendenti
Μεταφράσεις: impiegato, funzionario, dipendente, dipendenti, lavoratore, dei dipendenti