Χρεοκοπημένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фалирал, несъстоятелност, в несъстоятелност, фалира, фалит
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος
χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, χρεοκοπημένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- χρίω στα βουλγαρικά - разстилам се по, изпълва, разстилам, осмислят, изпълват
- χρειάζομαι στα βουλγαρικά - нужда, нужно, необходимост, трябва, нужда от, нуждаете, се нуждаят
- χρηματιστής στα βουλγαρικά - борсов посредник, борсов агент, брокер, брокер на ценни книжа
- χρηματοδοτώ στα βουλγαρικά - финанси, финансиране, финансите, финансов, Финанс
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: фалирал, несъстоятелност, в несъстоятелност, фалира, фалит
Μεταφράσεις: фалирал, несъстоятелност, в несъстоятелност, фалира, фалит