Χρεοκοπημένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
банкрут, банкрот
Χρεοκοπημένος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος

χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, χρεοκοπημένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • χρίω στα λευκορωσικά - заліваць
  • χρειάζομαι στα λευκορωσικά - пытацца, абавязак, неабходнасць, неабходнасьць, патрэба
  • χρηματιστής στα λευκορωσικά - біржавы, біржавога, біржавой, біржавай
  • χρηματοδοτώ στα λευκορωσικά - фінансы, фінансах, фінансаў
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: банкрут, банкрот