Χρεοκοπημένος στα δανικά

Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
konkurs, fallit, konkursramte, bankerot
Χρεοκοπημένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος

χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας δανικά, χρεοκοπημένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • χρίω στα δανικά - suffuse, gennemsyre, brede sig, sive
  • χρειάζομαι στα δανικά - behov, nød, fordre, behøve, brug, brug for, har brug, ...
  • χρηματιστής στα δανικά - børsmægler, børsmæglerselskab, fondsmæglerselskab, børsmæglerens, fondsmægler
  • χρηματοδοτώ στα δανικά - finans, finansiering, Finance, finanser, Finansministeriet
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: konkurs, fallit, konkursramte, bankerot