Χρεοκοπημένος στα σουηδικά
Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konkurs, bankrutt, i konkurs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος
χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, χρεοκοπημένος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- χρίω στα σουηδικά - gjuta, övergjuta
- χρειάζομαι στα σουηδικά - behöva, erfordra, nöd, behov, behöver, måste, bör, ...
- χρηματιστής στα σουηδικά - börsmäklare, börsmäklaren, aktiemäklare, fondkommissionär, mäklare
- χρηματοδοτώ στα σουηδικά - finans, finansiering, finansierings
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: konkurs, bankrutt, i konkurs
Μεταφράσεις: konkurs, bankrutt, i konkurs