Χρεοκοπημένος στα ιταλικά
Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fallito, fallimento, bancarotta, in bancarotta, fallita
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος
χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, χρεοκοπημένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- χρίω στα ιταλικά - cospargere, tingere, soffusa
- χρειάζομαι στα ιταλικά - esigenza, necessitare, richiesta, dovere, bisogno, necessità, necessario, ...
- χρηματιστής στα ιταλικά - agente di cambio, agente di borsa, broker, stockbroker, di borsa
- χρηματοδοτώ στα ιταλικά - finanza, finanziamento, finanziario, finanze, finanziamenti
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fallito, fallimento, bancarotta, in bancarotta, fallita
Μεταφράσεις: fallito, fallimento, bancarotta, in bancarotta, fallita