Χρεοκοπημένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjaldþrota, gjaldþrot, í gjaldþrot, gjaldþrotaskipta, þrot
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος
χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, χρεοκοπημένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- χρίω στα ισλανδικά - suffuse
- χρειάζομαι στα ισλανδικά - nauð, þurfa, nauðsyn, neyð, þörf, þarf, þarft, ...
- χρηματιστής στα ισλανδικά - verðbréfamiðlari, verðbréfafyrirtækinu
- χρηματοδοτώ στα ισλανδικά - fjármál, Finance, fjármagna, fjármögnun, fjármálum
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gjaldþrota, gjaldþrot, í gjaldþrot, gjaldþrotaskipta, þrot
Μεταφράσεις: gjaldþrota, gjaldþrot, í gjaldþrot, gjaldþrotaskipta, þrot