Ένορκος στα γαλλικά
Μετάφραση: ένορκος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jury, juré, jure, jurés, membre du jury, de juré, jurée
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένορκος
ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος, ένορκος λεξικό γλώσσας γαλλικά, ένορκος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- έννοια στα γαλλικά - agaçons, tracas, acception, s'inquiéter, veiller, significatif, obséder, ...
- ένοικος στα γαλλικά - amodiataire, tenancier, affermer, fermier, locataire, locataires, le locataire, ...
- ένοχος στα γαλλικά - contrevenant, criminel, coupable, fautif, délinquant, offenseur, malfaiteur, ...
- ένσταση στα γαλλικά - contradiction, objection, opposition, objecter, exception, d'objection, objection de
Τυχαίες λέξεις
Ένορκος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: jury, juré, jure, jurés, membre du jury, de juré, jurée
Μεταφράσεις: jury, juré, jure, jurés, membre du jury, de juré, jurée