Ένορκος στα ιταλικά
Μετάφραση: ένορκος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giurato, giuria, juror, giurati, giurata
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένορκος
ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος, ένορκος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ένορκος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- έννοια στα ιταλικά - affannare, fastidio, senso, cruccio, inquietare, preoccupazione, significato, ...
- ένοικος στα ιταλικά - affittuario, noleggiatore, inquilino, locatario, conduttore, tenant
- ένοχος στα ιταλικά - colpevole, reo, delinquente, colpevoli, colpa, in colpa, colpevolezza
- ένσταση στα ιταλικά - obiezione, opposizione, eccezione, obiezioni, un'obiezione
Τυχαίες λέξεις
Ένορκος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: giurato, giuria, juror, giurati, giurata
Μεταφράσεις: giurato, giuria, juror, giurati, giurata