Ένορκος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ένορκος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
присяжний, присяжного
Ένορκος στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένορκος

ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος, ένορκος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ένορκος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • έννοια στα ουκρανικά - настирливий, жаднюга, неспокійний, набридлий, набридливий, поняття, уявлення, ...
  • ένοικος στα ουκρανικά - наймати, наймачі, орендувати, орендар, найняти, орендатор
  • ένοχος στα ουκρανικά - кривдник, злочинець, винен, злочинний, винний, правопорушник, образник, ...
  • ένσταση στα ουκρανικά - відкласти, перешкодити, заперечувати, заперечити, заперечення, протиріччя
Τυχαίες λέξεις
Ένορκος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: присяжний, присяжного