Ένορκος στα λιθουανικά

Μετάφραση: ένορκος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiuri narys, prisiekusiųjų, Grupės narys, prisiekusiųjų specialios sudėties, Atestuotas
Ένορκος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένορκος

ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος, ένορκος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ένορκος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • έννοια στα λιθουανικά - sąvoka, reikšmė, idėja, prasmė, reiškia, tai reiškia
  • ένοικος στα λιθουανικά - nuomininkas, nuomininko, nuomininkui, nuomininkų
  • ένοχος στα λιθουανικά - kaltas, kaltu, kalti, kaltais, kalta
  • ένσταση στα λιθουανικά - prieštaravimas, prieštaravimų, prieštaravimą, prieštaravimo, protestas
Τυχαίες λέξεις
Ένορκος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: žiuri narys, prisiekusiųjų, Grupės narys, prisiekusiųjų specialios sudėties, Atestuotas