Ένορκος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ένορκος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прысяжны, лаўнік
Ένορκος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένορκος

ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος, ένορκος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ένορκος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • έννοια στα λευκορωσικά - сэнс, смысл
  • ένοικος στα λευκορωσικά - арандатар, арэндатар
  • ένοχος στα λευκορωσικά - вінаваты, невінаваты
  • ένσταση στα λευκορωσικά - пярэчанне, пярэчаньне, запярэчыць
Τυχαίες λέξεις
Ένορκος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: прысяжны, лаўнік